παραφυάδα

παραφυάδα
παραφυάς
side-growth
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παραφυάδα — η / παραφυάς, άδος, ΝΜΑ νέος βλαστός που αναπτύσσεται από το υπόγειο τμήμα τού κορμού ή από τη ρίζα τού φυτού, κατά μήκος τής επιφάνειας τού εδάφους και δίνει γένεση σε νέα φυτάρια, κν. παραπούλι, παραβλάσταρο, κωλορίζι 2. μτφ. διακλάδωση,… …   Dictionary of Greek

  • παραφυάδα — η 1. βλαστάρι από τη ρίζα ή από το υπόγειο τμήμα του κορμού του φυτού, παραπούλι: Πολλά λουλούδια πολλαπλασιάζονται με παραφυάδες. 2. μτφ., διακλάδωση, υποδιαίρεση, παρακλάδι: Πολλά σωματεία και οργανώσεις είναι παραφυάδες πολιτικών κομμάτων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μόσχος — I (2ος αι. π.Χ.). Συρακούσιος βουκολικός ποιητής, μιμητής του Θεόκριτου. Στον Μ. αποδίδονται διάφορα έργα, ορισμένα από τα οποία δεν πληρούν τα χαρακτηριστικά της συγγραφικής τεχνικής του. Αναμφισβήτητο έργο του αποτελεί η Ευρώπη, όπου αφηγείται… …   Dictionary of Greek

  • παρασπάδα — η / παρασπάς, άδος, ΝΜ νεοελλ. βοτ. κλαδί που αναπτύσσεται αυτόματα από την ρίζα ενός δένδρου, παραφυάδα μσν. βλαστός, παραφυάδα που αποσπάται από το μητρικό φυτό για να φυτευθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + σπάς, άδος (< θ. σπαδ τού σπάω / σπῶ*) …   Dictionary of Greek

  • αδελφολόγημα — και αδερφολόγημα, το [αδελφολογώ] (για φυτά και κυρίως για δημητριακά) παραφυάδα που φυτρώνει στο ίδιο στέλεχος με άλλη …   Dictionary of Greek

  • αλμυρός — I Κωμόπολη (υψόμ. 60 μ., 7.566 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αλμυρού του νομού Μαγνησίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αλμυρού. Ο σημερινός Α., που ιδρύθηκε τον 13ο αι., είναι ομώνυμος του παλαιότερου οικισμού που είχε δημιουργηθεί τον 9ο αι. μ.Χ.,… …   Dictionary of Greek

  • αποκλαμός — (I) ο 1. παραφυάδα φυτού, παρακλάδι, αποκλάδι 2. πλοκάμι χταποδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αποκλαμός αντί πλοκαμός, με αντιμετάθεση. Ανήκει στις λέξεις εκείνες στις οποίες παρετυμολογικά εισάγεται πρόθεση όπου προηγουμένως δεν υπήρχε (πρβλ. αναθρήκα,… …   Dictionary of Greek

  • αποσπάς — ἀποσπάς ( άδος), η (Μ) 1. αποκομμένη, αποχωρισμένη 2. ως ουσ. παραφυάδα αποκομμένη για φύτεμα, καταβολάδα 3. κομμένο σταφύλι, τσαμπί 4. παραπόταμος …   Dictionary of Greek

  • αποφύω — ἀποφύω (Α) 1. φυτρώνω, βγάζω ρίζες 2. ( ομαι) μεγαλώνω ως παραφυάδα 3. έχω διαφορετική φύση από κάποιον άλλο …   Dictionary of Greek

  • απόφυση — η (Α ἀπόφυσις) [φύω] 1. παραφυάδα, παραβλάστημα, παρακλάδι 2. προεξοχή ενός οργάνου («σκωληκοειδής απόφυση» του εντέρου, «μαστοειδής απόφυση» του κροταφικού οστού) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”